αμυγδαλόπαστα: Difference between revisions
From LSJ
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
(3) |
(No difference)
|
Revision as of 06:52, 29 September 2017
Greek Monolingual
και μυγδαλόπαστα, η και –στο, το
γλύκισμα παρασκευασμένο με κοπανισμένα αμύγδαλα, αβγά, ζάχαρη, κ.λπ., αμυγδαλωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πάστα].