αμυλόζη: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Greek Monolingual

η βιοχ.
μία από τις δύο μορφές του αμύλου (η άλλη είναι η αμυλοπηκτίνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άμυλο(ν) + κατάλ. -όζη, πρβλ. αγγλ. amylose].