ἀμφικλινής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[poco firme]], [[incierto]], [[vacilante]] χαρά Ph.2.548, [[ἐνδοιασμός]] ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν estar en duda</i> Ph.2.171. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[poco firme]], [[incierto]], [[vacilante]] χαρά Ph.2.548, [[ἐνδοιασμός]] ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν estar en duda</i> Ph.2.171. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἀμφικλινής]]) [[κλίνω]] <b>νεοελλ.</b> αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] και στις δύο πλευρές του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αμφιρρέπει, [[ασταθής]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A unsteady, uncertain, χαρά Ph.2.548. Adv. -νῶς, ἔχειν to be in doubt, 2.171.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικλῑνής: -ές, (κλίνω) ὁ εἰς ἀμφότερα τὰ μέρη κλίνων, ἀσταθής, ἀβέβαιος, χαρὰ Φίλων 2. 548. Ἐπίρρ. -νῶς ἔχω, ἀμφιβάλλω, εἶμαι ἐν ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 2. 171.
Spanish (DGE)
-ές
1 poco firme, incierto, vacilante χαρά Ph.2.548, ἐνδοιασμός ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆς Procop.Gaz.M.87.225c.
2 adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν estar en duda Ph.2.171.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀμφικλινής) κλίνω νεοελλ. αυτός που παρουσιάζει κλίση και στις δύο πλευρές του
αρχ.
αυτός που αμφιρρέπει, ασταθής, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κλινής < κλίνω.