αναγωγέας: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
(3)
(No difference)

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἀναγωγεύς) ἀναγωγή
αυτός που οδηγεί κάτι από κάτω προς τα επάνω
νεοελλ.
αυτός που μετατρέπει κάτι στην απλούστερη μορφή του
μσν.
ιμάντας για την ανάρτηση και τη μεταφορά της ασπίδας
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἀναγωγεῑς
τα λουριά με τα οποία στερεώνονταν τα σανδάλια στα πόδια.