αναριθμώ: Difference between revisions
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 06:53, 29 September 2017
Greek Monolingual
(-έω) (Α ἀναριθμοῡμαι, -έομαι)
νεοελλ.
αριθμώ, υπολογίζω εκ νέου, ξαναμετρώ
αρχ.
1. αναλογίζομαι, απαριθμώ, στοχάζομαι
2. αναθεωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αριθμώ.
ΠΑΡ. αναρίθμητος].