αναλογίζομαι
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
(Α ἀναλογίζομαι) (Ν και αναλογιέμαι)
1. σκέφτομαι γεγονότα του παρελθόντος, ξαναθυμάμαι, φέρνω στον νου μου, αναπολώ
2. σκέφτομαι κάτι που αναφέρεται στο μέλλον, υπολογίζω, λογαριάζω
αρχ.
1. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω
2. κάνω μαθηματικόν υπολογισμό
3. υπολογίζω, εξετάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λογίζομαι < λόγος.
ΠΑΡ. αναλογισμός
αρχ.
ἀναλόγισμα.