ἀνθρηνιώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
(big3_4) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες [[en forma de panal]] ἀ. καὶ πολύπορος Plu.2.916e. | |dgtxt=-ες [[en forma de panal]] ἀ. καὶ πολύπορος Plu.2.916e. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνθρηνιώδης]] (-ους), -ες (Α) [[ανθρήνιον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κερήθρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 234] ες, zellenartig, Plut. qu. nat. 19 καὶ πολύπορος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρηνιώδης: -ες, παρόμοιος ἀνθρηνίῳ, δηλ. μὲ κηρήθραν, ἀνθρ. καὶ πολύπορος Πλούτ. 2. 916Ε.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un nid de bourdons, càd disposé en cellules.
Étymologie: ἀνθρήνιον, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες en forma de panal ἀ. καὶ πολύπορος Plu.2.916e.
Greek Monolingual
ἀνθρηνιώδης (-ους), -ες (Α) ανθρήνιον
αυτός που μοιάζει με κερήθρα.