ανιών: Difference between revisions

From LSJ

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499
(4)
(No difference)

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ούσα, -όν (AM ἀνιών, -οῡσα, -όν) άνειμι
ο ανερχόμενος, αυτός που ανεβαίνει προς τα πάνω
μσν.-νεοελλ.
1. ανιόντες ή ανιόντες συγγενείς
ο πατέρας και η μητέρα, ο παππούς και η γιαγιά, ο προπάππος και η προγιαγιά
2. (Μουσ.) ανιόντες χαρακτήρες ή ανιούσα κλίμαξ
τα φθογγό σημα που δείχνουν την ανάβαση από τους χαμηλότερους φθόγγους προς τους υψηλότερους
νεοελλ.
το ανιόν
ιόν φορτισμένο αρνητικά κατά την ηλεκτρολυτική διάσπαση.