ανιών

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

Greek Monolingual

-ούσα, -όν (AM ἀνιών, -οῦσα, -όν) άνειμι
ο ανερχόμενος, αυτός που ανεβαίνει προς τα πάνω
μσν.-νεοελλ.
1. ανιόντες ή ανιόντες συγγενείς
ο πατέρας και η μητέρα, ο παππούς και η γιαγιά, ο προπάππος και η προγιαγιά
2. (Μουσ.) ανιόντες χαρακτήρες ή ανιούσα κλίμαξ
τα φθογγό σημα που δείχνουν την ανάβαση από τους χαμηλότερους φθόγγους προς τους υψηλότερους
νεοελλ.
το ανιόν
ιόν φορτισμένο αρνητικά κατά την ηλεκτρολυτική διάσπαση.