ανθρωποφανής: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 06:55, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀνθρωποφανής (-οῡς), -ές (Μ)
αυτός που έχει ανθρώπινη εμφάνιση.
(4) |
(No difference)
|
ἀνθρωποφανής (-οῡς), -ές (Μ)
αυτός που έχει ανθρώπινη εμφάνιση.