ἀπαιτητικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />subst. τὸ ... ἀπαιτητικόν τινος la exigencia de algo</i> Gal.1.205. | |dgtxt=-ή, -όν<br />subst. τὸ ... ἀπαιτητικόν τινος la exigencia de algo</i> Gal.1.205. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀπαιτητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει μεγάλες, υπερβολικές απαιτήσεις. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A requiring: -κόν, τό, state of need, Gal. 1.205.
German (Pape)
[Seite 275] einfordernd, gern eintreibend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιτητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις, «τοιοῦτον γὰρ τὸ σὸν βλάσφημον καὶ ἀπαιτητικόν» Εὐστ. Πονημάτ. 136. 49.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
subst. τὸ ... ἀπαιτητικόν τινος la exigencia de algo Gal.1.205.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀπαιτητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει μεγάλες, υπερβολικές απαιτήσεις.