ἁπαλυντής: Difference between revisions
From LSJ
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
(big3_5) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[curtidor]] Zonar.s.u. δεψοποιός. | |dgtxt=-οῦ, ὁ [[curtidor]] Zonar.s.u. δεψοποιός. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁπαλυντής]], ο (Μ)<br />[[εκείνος]] που κάνει απαλά τα δέρματα, ο [[βυρσοδέψης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A worker of hides, currier, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλυντής: -οῦ, ὁ, ὁ ἁπαλύνων δέρματα, βυρσοδέψης, «δεψοποιός· βαφεύς, ἁπαλυντὴς» Ζωναρ. 478.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ curtidor Zonar.s.u. δεψοποιός.
Greek Monolingual
ἁπαλυντής, ο (Μ)
εκείνος που κάνει απαλά τα δέρματα, ο βυρσοδέψης.