ἀποτυχής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[fallido]], [[sin posibilidades de éxito]] ἀποτυχέστερος ... τοῦ μὴ ὄντος Pl.<i>Sis</i>.391c.
|dgtxt=-ές<br />[[fallido]], [[sin posibilidades de éxito]] ἀποτυχέστερος ... τοῦ μὴ ὄντος Pl.<i>Sis</i>.391c.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποτυχής]], -ές (Α) [[αποτυγχάνω]]<br />αυτός που σφάλλει.
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτῠχής Medium diacritics: ἀποτυχής Low diacritics: αποτυχής Capitals: ΑΠΟΤΥΧΗΣ
Transliteration A: apotychḗs Transliteration B: apotychēs Transliteration C: apotychis Beta Code: a)potuxh/s

English (LSJ)

ές,

   A missing, Pl.Sis.391c (Comp.).

German (Pape)

[Seite 333] ές, im compar. τοῦ μὴ ὄντος, verfehlend, (Plat.) Sisyph. 391 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτῠχής: -ές, (τυγχάνω, τυχεῑν) ὁ ἀποτυγχάνων, ἐν τῷ συγκρ. ἀποτυχέστερος τοῦ μὴ ὄντος Πλάτ. Σίσυφ. 391D.

Spanish (DGE)

-ές
fallido, sin posibilidades de éxito ἀποτυχέστερος ... τοῦ μὴ ὄντος Pl.Sis.391c.

Greek Monolingual

ἀποτυχής, -ές (Α) αποτυγχάνω
αυτός που σφάλλει.