αποφράζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(6)
(No difference)

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Greek Monolingual

κ. -σσω (AM ἀποφράσσω, Α κ. -ττω κ. ἀποφράγνυμι, κ.
γνύω)
κλείνω, φράζω εντελώς
νεοελλ.
(-σσω)
ανοίγω κάτι φραγμένο, ξεβουλλώνω.