ἀπόχορδος: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(big3_6)
(6)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[discordante]] ἵνα μή τινες τῶν ζηλούντων αὐτὸν ἔκτονον καὶ ἀπόχορδον ᾄσωσιν Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.123.
|dgtxt=-ον<br />[[discordante]] ἵνα μή τινες τῶν ζηλούντων αὐτὸν ἔκτονον καὶ ἀπόχορδον ᾄσωσιν Clem.Al.<i>Strom</i>.2.20.123.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπόχορδος]], -ον (Α)<br />[[παράχορδος]], [[παράφωνος]].
}}
}}

Latest revision as of 06:58, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 336] mißtönend, mißhällig, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχορδος: -ον, παράχορδος, ἵνα μὴ τινες ἔκτονον καὶ ἀπόχορδον ᾄσωσιν Κλήμ. Ἀλ. Στρ. 2. 493, 33.

Spanish (DGE)

-ον
discordante ἵνα μή τινες τῶν ζηλούντων αὐτὸν ἔκτονον καὶ ἀπόχορδον ᾄσωσιν Clem.Al.Strom.2.20.123.

Greek Monolingual

ἀπόχορδος, -ον (Α)
παράχορδος, παράφωνος.