παράχορδος
From LSJ
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
German (Pape)
[Seite 508] neben der rechten Seite greifend, fehlgreifend (?).
Greek Monolingual
-η, -ο
μουσ.
1. (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη χορδή που έπρεπε να κρουσθεί, αλλά από άλλη, διπλανή, δηλαδή ο παράτονος, ο παράφωνος, ο δυσαρμονικός
2. (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο ξεκούρντιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. έγχορδος].