παράχορδος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
German (Pape)
[Seite 508] neben der rechten Seite greifend, fehlgreifend (?).
Greek Monolingual
-η, -ο
μουσ.
1. (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη χορδή που έπρεπε να κρουσθεί, αλλά από άλλη, διπλανή, δηλαδή ο παράτονος, ο παράφωνος, ο δυσαρμονικός
2. (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο ξεκούρντιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. έγχορδος].