αρπαγμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(6)
(No difference)

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο (AM ἁρπαγμός) αρπάζω
1. η αρπαγή
2. κάτι που αποκτά κανείς τυχαία (πρβλ. άρπαγμα)
3. προνόμιο, βραβείο
4. κάτι το οποίο σφετερίζεται κανείς
αρχ.
1. η ληστεία
2. τα λάφυρα, η λεία.