ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ο (AM ἁρπαγμός) αρπάζω1. η αρπαγή2. κάτι που αποκτά κανείς τυχαία (πρβλ. άρπαγμα)3. προνόμιο, βραβείο4. κάτι το οποίο σφετερίζεται κανείςαρχ.1. η ληστεία2. τα λάφυρα, η λεία.