αρτιδάικτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(6)
(No difference)

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἀρτιδάικτος, -ον (AM)
αυτός που σφάχθηκε πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δαϊκτος < δαϊκτός < δαΐζω «σφάζω, φονεύω» (πρβλ. ανδροδάικτος, αυτοδάικτος, πυργοδάικτος)].