ἀσκάλευτος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(big3_7)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον agr. [[no escardado]] Sch.Theoc.10.14a.
|dgtxt=-ον agr. [[no escardado]] Sch.Theoc.10.14a.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκάλευτος]], -ον) [[σκαλεύω]]<br />ο [[ασκάλιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τη [[φωτιά]]) αυτή που δεν τη συδαύλισαν, δεν την αναρρίπισαν («άφησε τη [[φωτιά]] ασκάλευτη»).
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκάλευτος Medium diacritics: ἀσκάλευτος Low diacritics: ασκάλευτος Capitals: ΑΣΚΑΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: askáleutos Transliteration B: askaleutos Transliteration C: askaleftos Beta Code: a)ska/leutos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A unhoed, Sch.Theoc.10.14. ἀσκαλεῶς· ἄλαν σκληρῶς, ἐπιμόν υς, Hsch. (i. e. ἀσκελέως).

German (Pape)

[Seite 370] = ἄσκαλτος, Sp.

Spanish (DGE)

-ον agr. no escardado Sch.Theoc.10.14a.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσκάλευτος, -ον) σκαλεύω
ο ασκάλιστος
νεοελλ.
(για τη φωτιά) αυτή που δεν τη συδαύλισαν, δεν την αναρρίπισαν («άφησε τη φωτιά ασκάλευτη»).