ασθμαίνω: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 06:59, 29 September 2017
Greek Monolingual
(AM ἀσθμαίνω) άσθμα
αναπνέω με κόπο, κοντανασαίνω, λαχανιάζω
αρχ.
1. καταβάλλω προσπάθεια
2. περιμένω κάτι με ανυπομονησία.