ἀστερόφοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[recorrido por las estrellas]] κύκλος Ὀλύμπου Nonn.<i>D</i>.32.10, στέφος Nonn.<i>D</i>.8.98.<br /><b class="num">2</b> [[que avanza a través de las estrellas]] Ἠριδανός (e.d. la Vía Láctea) Nonn.<i>D</i>.23.298, [[Γανυμήδης]] Nonn.<i>D</i>.25.449, κόσμου φύσις <i>Hymn.Mag</i>.20.26.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[recorrido por las estrellas]] κύκλος Ὀλύμπου Nonn.<i>D</i>.32.10, στέφος Nonn.<i>D</i>.8.98.<br /><b class="num">2</b> [[que avanza a través de las estrellas]] Ἠριδανός (e.d. la Vía Láctea) Nonn.<i>D</i>.23.298, [[Γανυμήδης]] Nonn.<i>D</i>.25.449, κόσμου φύσις <i>Hymn.Mag</i>.20.26.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀστερόφοιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περνάει [[ανάμεσα]] από τα άστρα<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τ' άστρα περνούν ανάμεσά του («[[ἀστερόφοιτος]] [[κύκλος]] Ὀλύμπου», Nόv.).
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερόφοιτος Medium diacritics: ἀστερόφοιτος Low diacritics: αστερόφοιτος Capitals: ΑΣΤΕΡΟΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: asteróphoitos Transliteration B: asterophoitos Transliteration C: asterofoitos Beta Code: a)stero/foitos

English (LSJ)

ον,

   A traversing the stars, esp. of constellations, Ἠριδανός Nonn.D.23.298, al.    II traversed by stars, κύκλος Ὀλύμπου ib.32.10, al.

German (Pape)

[Seite 375] unter Sternen wandelnd, Nonn. D. 2, 262 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερόφοιτος: -ον, ὁ μεταξὺ τῶν ἀστέρων περιπατῶν, συχνάζων, Νόνν. Δ. 2. 262, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 recorrido por las estrellas κύκλος Ὀλύμπου Nonn.D.32.10, στέφος Nonn.D.8.98.
2 que avanza a través de las estrellas Ἠριδανός (e.d. la Vía Láctea) Nonn.D.23.298, Γανυμήδης Nonn.D.25.449, κόσμου φύσις Hymn.Mag.20.26.

Greek Monolingual

ἀστερόφοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει ανάμεσα από τα άστρα
2. εκείνος που τ' άστρα περνούν ανάμεσά του («ἀστερόφοιτος κύκλος Ὀλύμπου», Nόv.).