αὐλωτός: Difference between revisions

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
(big3_7)
(7)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[con adornos tubulares]] φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας (potras) enfrenadas con muserolas con tubos</i> A.<i>Fr</i>.465, cf. Poll.10.56, Hsch.<br /><b class="num">2</b> mec. [[en forma de tubo]] σῶμα αὐλωτόν prob. ref. al cuerpo del ariete, Ath.Mech.24.3.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[con adornos tubulares]] φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας (potras) enfrenadas con muserolas con tubos</i> A.<i>Fr</i>.465, cf. Poll.10.56, Hsch.<br /><b class="num">2</b> mec. [[en forma de tubo]] σῶμα αὐλωτόν prob. ref. al cuerpo del ariete, Ath.Mech.24.3.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[αὐλωτός]], -ή, -όν) [[αυλός]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί σε [[σχήμα]] αυλού ή έχει εξαρτήματα σε [[σχήμα]] αυλού.
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλωτός Medium diacritics: αὐλωτός Low diacritics: αυλωτός Capitals: ΑΥΛΩΤΟΣ
Transliteration A: aulōtós Transliteration B: aulōtos Transliteration C: avlotos Beta Code: au)lwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A furnished with pipes, φιμοί A.Fr.326.    II pipe-shaped, Ath.Mech.24.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων αὐλούς , «αὐλωτοὶ φιμοί· οἱ κημοί. διὰ τὸ τοῖς κημοῖς κώδωνας προσῆφθαι, εἰς οὓς ἐμφυσῶντες οἱ ἵπποι φωνὴν σάλπιγγος προΐεντο» Ἡσύχ.· - «ἐκαλοῦντο δέ τινες καὶ αὐλωτοὶ φιμοὶ διὰ τὸ κώδωνας ἔχειν προσηρτημένους, οἷς ἐγχρεμετίζοντες οἱ ἵπποι ἦχον ἐποίουν προσόμοιον αὐλῷ» Πολυδ. Ι΄, 56· - ὃς εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341· πρβλ. Θήβ. 463, ἴδε δὲ καὶ τὴν λέξιν κώδων.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 con adornos tubulares φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας (potras) enfrenadas con muserolas con tubos A.Fr.465, cf. Poll.10.56, Hsch.
2 mec. en forma de tubo σῶμα αὐλωτόν prob. ref. al cuerpo del ariete, Ath.Mech.24.3.

Greek Monolingual

αὐλωτός, -ή, -όν) αυλός
αυτός που έχει κατασκευαστεί σε σχήμα αυλού ή έχει εξαρτήματα σε σχήμα αυλού.