Ἀχερόντειος: Difference between revisions
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
(6_4) |
(7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἀχερόντειος''': -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Ἀχέροντα ἀνήκων, [[ναῦς]] Καλλ. Ἀποσπ. 110· [[ὡσαύτως]] Ἀχερόντιος Εὐρ. Ἄλκ. 444, Ἀριστοφ. Βάτρ. 471· καὶ Ἀχερούσιος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1160· θηλ. Ἀχερουσιάς, άδος, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 2, Πλάτ. Φαίδων 113Α. | |lstext='''Ἀχερόντειος''': -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Ἀχέροντα ἀνήκων, [[ναῦς]] Καλλ. Ἀποσπ. 110· [[ὡσαύτως]] Ἀχερόντιος Εὐρ. Ἄλκ. 444, Ἀριστοφ. Βάτρ. 471· καὶ Ἀχερούσιος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1160· θηλ. Ἀχερουσιάς, άδος, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 2, Πλάτ. Φαίδων 113Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Ἀχερόντειος]] και -ιος και -ούσιος (θηλ. -οντιάς και -ουσιάς) (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχέροντα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of Acheron, ναῦς Call.Hec.31.3:—also Ἀχερόντιος, E.Alc.443 (lyr.), Ar.Ra.471:—fem. Ἀχεροντιάς, άδος, νύξ AP5.240 (Paul. Sil.): and Ἀχερούσιος, α, ον (also ος, ον A.Ag.1160), Th.1.46:—fem. Ἀχερουσιάς, άδος, X.An.6.2.2, Pl.Phd.113a.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀχερόντειος: -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Ἀχέροντα ἀνήκων, ναῦς Καλλ. Ἀποσπ. 110· ὡσαύτως Ἀχερόντιος Εὐρ. Ἄλκ. 444, Ἀριστοφ. Βάτρ. 471· καὶ Ἀχερούσιος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1160· θηλ. Ἀχερουσιάς, άδος, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 2, Πλάτ. Φαίδων 113Α.
Greek Monolingual
Ἀχερόντειος και -ιος και -ούσιος (θηλ. -οντιάς και -ουσιάς) (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχέροντα.