ἁψιδοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[en forma de rueda]], [[circular]] αἱ τοῦ ἡλίου ... ἐγλείψεις ... μείζους ἁψιδοειδεῖς Ps.Eudox.<i>Ars</i> 19.15<br /><b class="num">•</b>[[abovedado]] ἐν ἁψιδοειδεῖ τινι μεταστυλίῳ D.C.68.25.3. | |dgtxt=-ές<br />[[en forma de rueda]], [[circular]] αἱ τοῦ ἡλίου ... ἐγλείψεις ... μείζους ἁψιδοειδεῖς Ps.Eudox.<i>Ars</i> 19.15<br /><b class="num">•</b>[[abovedado]] ἐν ἁψιδοειδεῖ τινι μεταστυλίῳ D.C.68.25.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM ἀψιδοειδής, -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] αψίδας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A arched, vaulted, D.C.68.25; wheel-shaped, Eudox. Ars 19.13.
German (Pape)
[Seite 421] ές, gewölbartig?
Greek (Liddell-Scott)
ἁψῑδοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ἁψῖδος, κυκλικός. Δίων Κ. 68. 25.
Spanish (DGE)
-ές
en forma de rueda, circular αἱ τοῦ ἡλίου ... ἐγλείψεις ... μείζους ἁψιδοειδεῖς Ps.Eudox.Ars 19.15
•abovedado ἐν ἁψιδοειδεῖ τινι μεταστυλίῳ D.C.68.25.3.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀψιδοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα αψίδας.