βίσεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(6_16)
 
(7)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''βίσεκτος''': -ον, = δίσεκτος, Ἰω. Λυδ. σ. 34. 23.
|lstext='''βίσεκτος''': -ον, = δίσεκτος, Ἰω. Λυδ. σ. 34. 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[βίσεκτος]] και βίσεξτος, -ον (AM)<br />ο [[δίσεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>bisextus</i> «[[δίσεκτος]]» (ενν. <i>annus</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 07:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

βίσεκτος: -ον, = δίσεκτος, Ἰω. Λυδ. σ. 34. 23.

Greek Monolingual

βίσεκτος και βίσεξτος, -ον (AM)
ο δίσεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bisextus «δίσεκτος» (ενν. annus)].