βρόχιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(7) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρόχιος''': -ον, ὁ διὰ βρόχου γινόμενος, β. [[μόρος]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Νόνν. (Ἰω. σ. 103, 5). | |lstext='''βρόχιος''': -ον, ὁ διὰ βρόχου γινόμενος, β. [[μόρος]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Νόνν. (Ἰω. σ. 103, 5). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον β. μόρος [[muerte por ahorcamiento]] Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.8.22. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βρόχιος]], -ον (Α) [[βρόχος]]<br /><b>φρ.</b> «[[βρόχιος]] [[μόρος]]» — [[θάνατος]] με βρόχο, [[απαγχονισμός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:01, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 465] μόρος, Tod durch den Strick, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βρόχιος: -ον, ὁ διὰ βρόχου γινόμενος, β. μόρος, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Νόνν. (Ἰω. σ. 103, 5).
Spanish (DGE)
-ον β. μόρος muerte por ahorcamiento Nonn.Par.Eu.Io.8.22.
Greek Monolingual
βρόχιος, -ον (Α) βρόχος
φρ. «βρόχιος μόρος» — θάνατος με βρόχο, απαγχονισμός.