βρόχιος

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

German (Pape)

[Seite 465] μόρος, Tod durch den Strick, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βρόχιος: -ον, ὁ διὰ βρόχου γινόμενος, β. μόρος, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Νόνν. (Ἰω. σ. 103, 5).

Spanish (DGE)

-ον β. μόρος muerte por ahorcamiento Nonn.Par.Eu.Io.8.22.

Greek Monolingual

βρόχιος, -ον (Α) βρόχος
φρ. «βρόχιος μόρος» — θάνατος με βρόχο, απαγχονισμός.