βυρσοδεψικός: Difference between revisions
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[de curtir]], [[utilizado para curtir]] bot. ῥόος (ῥοῦς) ἡ, ὁ β. [[zumaque de curtir]] como denominación específica del arbusto dif. del fruto, Hp.<i>Mul</i>.1.78, 80, Gal.12.826, 14.360, 361, <i>Cyran</i>.1.1.27 (ap. crít.).<br /><b class="num">II</b> subst. ἡ β.<br /><b class="num">1</b> [[arte de curtir]] Socr.<i>Ep</i>.14.2.<br /><b class="num">2</b> bot. ἡ β. [[zumaque de curtir]], e.e. el arbusto, Thphr.<i>CP</i> 3.9.3 (cf. I). | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[de curtir]], [[utilizado para curtir]] bot. ῥόος (ῥοῦς) ἡ, ὁ β. [[zumaque de curtir]] como denominación específica del arbusto dif. del fruto, Hp.<i>Mul</i>.1.78, 80, Gal.12.826, 14.360, 361, <i>Cyran</i>.1.1.27 (ap. crít.).<br /><b class="num">II</b> subst. ἡ β.<br /><b class="num">1</b> [[arte de curtir]] Socr.<i>Ep</i>.14.2.<br /><b class="num">2</b> bot. ἡ β. [[zumaque de curtir]], e.e. el arbusto, Thphr.<i>CP</i> 3.9.3 (cf. I). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βυρσοδεψικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[βυρσοδεψία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>βυρσοδεψική</i>, <i>η</i><br />η [[τέχνη]] του βυρσοδέψη<br />(αρχ. -μσν.) ο [[χρήσιμος]] ή ο [[κατάλληλος]] για τη [[βυρσοδεψία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for tanning, Hp.Mul.1.78, Thphr.CP3.9.3: hence -ική, ἡ, art of tanning, Socr.Ep.14.2.
German (Pape)
[Seite 468] zum Gerben gehörig, davon herrührend, Hippocr.; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοδεψικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ χρήσιμος εἰς κατεργασίαν δερμάτων, Ἱππ. 628. 22, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 9, 3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I de curtir, utilizado para curtir bot. ῥόος (ῥοῦς) ἡ, ὁ β. zumaque de curtir como denominación específica del arbusto dif. del fruto, Hp.Mul.1.78, 80, Gal.12.826, 14.360, 361, Cyran.1.1.27 (ap. crít.).
II subst. ἡ β.
1 arte de curtir Socr.Ep.14.2.
2 bot. ἡ β. zumaque de curtir, e.e. el arbusto, Thphr.CP 3.9.3 (cf. I).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βυρσοδεψικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βυρσοδεψία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βυρσοδεψική, η
η τέχνη του βυρσοδέψη
(αρχ. -μσν.) ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για τη βυρσοδεψία.