γαστρίοικος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_17)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαστρίοικος''': -ον, ὁ ἐν τῇ γαστρὶ οἰκῶν, ἴδε Λεξ. Κουμ.
|lstext='''γαστρίοικος''': -ον, ὁ ἐν τῇ γαστρὶ οἰκῶν, ἴδε Λεξ. Κουμ.
}}
{{grml
|mltxt=[[γαστρίοικος]], -ον (Μ)<br />αυτός που κατοικεί στην [[κοιλιά]], που έχει την [[έδρα]] του στην [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]] (-<i>στρός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>οικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[οίκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

γαστρίοικος: -ον, ὁ ἐν τῇ γαστρὶ οἰκῶν, ἴδε Λεξ. Κουμ.

Greek Monolingual

γαστρίοικος, -ον (Μ)
αυτός που κατοικεί στην κοιλιά, που έχει την έδρα του στην κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -οικος < οίκος].