γαλλικός: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
(4) |
(8) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=galliko/s | |Beta Code=galliko/s | ||
|Definition=ή, όν, perh. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">gelded</b>, POxy.1836 (v/vi A. D.).</span> | |Definition=ή, όν, perh. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">gelded</b>, POxy.1836 (v/vi A. D.).</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>Γαλλική</i> (και το ουδ. πληθ.) <i>τα Γαλλικά</i> <b>ως ουσ.</b><br />η γαλλική [[γλώσσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, perh.
A gelded, POxy.1836 (v/vi A. D.).
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία
2. το θηλ. Γαλλική (και το ουδ. πληθ.) τα Γαλλικά ως ουσ.
η γαλλική γλώσσα.