σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
(I)η βουτώ1. κατάδυση με το κεφάλι, βουτιά2. αποπληξία3. λαθροχειρία, κλοπή.———————— (II)η βλ. βούτη.