γλύω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(8)
(No difference)

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Greek Monolingual

και γλυώ (Μ γλύω)
γλυτώνω, σώζω κάποιον
νεοελλ.
γλυτώνω, λυτρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκλύω, με αποβολή του ε- και ανομοιωτική τροπή του -κ- σε γ- (πρβλ. εκλιστρώ -γλιστρώ)].