εκλύω

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκλύω)
1. λύνω, απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ό,τι τον κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο
2. χαλαρώνω, εξασθενίζω
3. (για τα ήθη) χαλαρώνω, καθιστώ λιγότερο αυστηρά
νεοελλ.
μέσ. (για ενέργεια) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο περιβάλλον
αρχ.-μσν.
1. λύνω, απελευθερώνω τελείως
2. απολυτρώνω κάποιον από κάτι
3. φρ. «ἐκλύομαι στόμαχον» — κάνω εμετό
αρχ.
Ι. 1. διαλύω, αποσυνδέω
2. καταργώ
3. διαλύω κάποια ουσία μέσα σε υγρό
II. μέσ. ἐκλύομαι
1. (για ομάδα) διαλύομαι
2. (για χρέος) εξοφλούμαι
3. (για ύφος του λόγου) διακρίνομαι από χαλαρότητα.