δαιμονόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(big3_10)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[δαιμονιόπληκτος]].
|dgtxt=v. [[δαιμονιόπληκτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δαιμονόπληκτος]], -ον)<br />ο [[δαιμονιόπληκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[δαίμων]] (-<i>ονος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] / [[πλήττω]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 29 September 2017

Spanish (DGE)

v. δαιμονιόπληκτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δαιμονόπληκτος, -ον)
ο δαιμονιόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. δαίμων (-ονος) + -πληκτος < πλήσσω / πλήττω].