δαιμονόπληκτος
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
v. δαιμονιόπληκτος.
-η, -ο (AM δαιμονόπληκτος, -ον)
ο δαιμονιόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. δαίμων (-ονος) + -πληκτος < πλήσσω / πλήττω].