δειλοποιός: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br />[[propenso a acciones cobardes]] Sch.S.<i>Tr</i>.1028P., <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(1).167.3. | |dgtxt=-όν<br />[[propenso a acciones cobardes]] Sch.S.<i>Tr</i>.1028P., <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(1).167.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δειλοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κάνει κάποιον δειλό, που εμπνέει φόβο σε κάποιον. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A making cowardly, Sch.S.Tr.1028.
German (Pape)
[Seite 537] feig, verzagt machend, Schol. Soph. Tr. 1028.
Greek (Liddell-Scott)
δειλοποιός: -όν, ὁ κάμνων τινὰ δειλὸν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 1030.
Spanish (DGE)
-όν
propenso a acciones cobardes Sch.S.Tr.1028P., Cat.Cod.Astr.8(1).167.3.
Greek Monolingual
δειλοποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει κάποιον δειλό, που εμπνέει φόβο σε κάποιον.