δημιουργικότητα: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(9)
(No difference)

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
η ικανότητα του δημιουργού να προσφέρει κάτι πρωτότυπο και σημαντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημιουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Φίλιππο Ιωάννου].