διαψηφιστός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[elegido]] por votación αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί Anaximen.<i>Rh</i>.1424<sup>b</sup>3.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[elegido]] por votación αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί Anaximen.<i>Rh</i>.1424<sup>b</sup>3.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαψηφιστός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που εκλέχθηκε με ψήφο, εκλεγμένος.
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψηφιστός Medium diacritics: διαψηφιστός Low diacritics: διαψηφιστός Capitals: ΔΙΑΨΗΦΙΣΤΟΣ
Transliteration A: diapsēphistós Transliteration B: diapsēphistos Transliteration C: diapsifistos Beta Code: diayhfisto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A elected, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Arist.Rh.Al.1424b2.

German (Pape)

[Seite 614] durch Abstimmen gewählt, Arist. rhet. Alex. 3. ἀρχαί

Greek (Liddell-Scott)

διαψηφιστός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς διὰ ψήφου, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 3. 17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
elegido por votación αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί Anaximen.Rh.1424b3.

Greek Monolingual

διαψηφιστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εκλέχθηκε με ψήφο, εκλεγμένος.