δικελλευτής: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(big3_11) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[cavador]], [[azadonero]], <i>PCair.Zen</i>.788.20, 21, 23 (III a.C.). | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[cavador]], [[azadonero]], <i>PCair.Zen</i>.788.20, 21, 23 (III a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δικελλευτής]], ο (AM)<br />αυτός που σκάβει με το [[δικέλλι]], ο [[σκαφτιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. για το [[δικελλίτης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:04, 29 September 2017
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
cavador, azadonero, PCair.Zen.788.20, 21, 23 (III a.C.).
Greek Monolingual
δικελλευτής, ο (AM)
αυτός που σκάβει με το δικέλλι, ο σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το δικελλίτης].