δικράνι: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
(No difference)
|
(9) |
(No difference)
|
το και δικριάνι και δεκριάνι (Α δίκρανον, Μ δικράνιον)
γεωργικό εργαλείο με δύο δόντια, χηλές, και μακριά λαβή το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στο αλώνισμα και λίχνισμα τών σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίκρανο].