Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δικράνι: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(9)
(No difference)

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek Monolingual

το και δικριάνι και δεκριάνι (Α δίκρανον, Μ δικράνιον)
γεωργικό εργαλείο με δύο δόντια, χηλές, και μακριά λαβή το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στο αλώνισμα και λίχνισμα τών σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίκρανο].