διαχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_1)
(9)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχώννυμι''': [[διαχόω]], Στράβ. 245.
|lstext='''διαχώννυμι''': [[διαχόω]], Στράβ. 245.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαχώννυμι]] και διαχῶ (-όω) (Α)<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] με [[χώμα]], [[επισωρεύω]] [[χώμα]]<br /><b>2.</b> [[οχυρώνω]] με [[χώμα]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 614] = διαχόω, Strabo.

Greek (Liddell-Scott)

διαχώννυμι: διαχόω, Στράβ. 245.

Greek Monolingual

διαχώννυμι και διαχῶ (-όω) (Α)
1. γεμίζω με χώμα, επισωρεύω χώμα
2. οχυρώνω με χώμα.