δίστοιχος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[dispuesto en dos filas]] ἄπεστι τῶνδε διστοίχων prob. de coros, A.<i>Fr</i>.78c.38, ὀδόντες Arist.<i>HA</i> 501<sup>a</sup>24, cf. <i>AP</i> 16.265, (βράγχια) Arist.<i>HA</i> 505<sup>a</sup>16, τῶν μὲν κριθῶν αἱ μὲν δίστοιχοι Thphr.<i>HP</i> 8.4.2, ὑπερτόναια ... δίστοιχα dinteles de dos hiladas</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1668.32 (IV a.C.). | |dgtxt=-ον<br />[[dispuesto en dos filas]] ἄπεστι τῶνδε διστοίχων prob. de coros, A.<i>Fr</i>.78c.38, ὀδόντες Arist.<i>HA</i> 501<sup>a</sup>24, cf. <i>AP</i> 16.265, (βράγχια) Arist.<i>HA</i> 505<sup>a</sup>16, τῶν μὲν κριθῶν αἱ μὲν δίστοιχοι Thphr.<i>HP</i> 8.4.2, ὑπερτόναια ... δίστοιχα dinteles de dos hiladas</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1668.32 (IV a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (AM [[δίστοιχος]]) [[στοίχος]]<br />αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A in two rows, ὀδόντες Arist.HA501a24; [βράγχια] ib.505a16; κριθὴ δ. two-rowed barley, Thphr.HP8.4.2; in two courses, ὑπερτόναια SIG 969.32.
German (Pape)
[Seite 643] zweizeilig, in doppelter Reihe; ὀδόντες Arist. H. A. 2, 1; κριθή Theophr.; s. δίστιχος.
Greek (Liddell-Scott)
δίστοιχος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειράς, εἰς δύο σειρὰς διατεταγμένος, ὀδόντες Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 52· βράγχια ὁ αὐτ. 2. 13, 8· κριθὴ δ. Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 4, 2.
Spanish (DGE)
-ον
dispuesto en dos filas ἄπεστι τῶνδε διστοίχων prob. de coros, A.Fr.78c.38, ὀδόντες Arist.HA 501a24, cf. AP 16.265, (βράγχια) Arist.HA 505a16, τῶν μὲν κριθῶν αἱ μὲν δίστοιχοι Thphr.HP 8.4.2, ὑπερτόναια ... δίστοιχα dinteles de dos hiladas, IG 22.1668.32 (IV a.C.).
Greek Monolingual
-ο (AM δίστοιχος) στοίχος
αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές.