δουλότροπος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(6_17)
(9)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δουλότροπος''': -ον, ὁ ἔχων ἤθη, τρόπους δούλου, Γρ. Νύσσ. 3, 254.
|lstext='''δουλότροπος''': -ον, ὁ ἔχων ἤθη, τρόπους δούλου, Γρ. Νύσσ. 3, 254.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[servil]] σκευωρία Ast.Am.<i>Hom</i>.14.10.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[δουλότροπος]], -ον (AM)<br />αυτός ο [[οποίος]] έχει τρόπους ή χαρακτήρα δούλου.
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 662] = δουλογνώμων, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δουλότροπος: -ον, ὁ ἔχων ἤθη, τρόπους δούλου, Γρ. Νύσσ. 3, 254.

Spanish (DGE)

-ον servil σκευωρία Ast.Am.Hom.14.10.6.

Greek Monolingual

δουλότροπος, -ον (AM)
αυτός ο οποίος έχει τρόπους ή χαρακτήρα δούλου.