δουλότροπος

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

German (Pape)

[Seite 662] = δουλογνώμων, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δουλότροπος: -ον, ὁ ἔχων ἤθη, τρόπους δούλου, Γρ. Νύσσ. 3, 254.

Spanish (DGE)

-ον servil σκευωρία Ast.Am.Hom.14.10.6.

Greek Monolingual

δουλότροπος, -ον (AM)
αυτός ο οποίος έχει τρόπους ή χαρακτήρα δούλου.