δυνάστευμα: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(big3_12) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />plu. [[recursos naturales]] διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3<i>Re</i>.2.46c. | |dgtxt=-ματος, τό<br />plu. [[recursos naturales]] διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3<i>Re</i>.2.46c. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[δυνάστευμα]]) [[δυναστεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταδυνάστευση]], [[δεσποτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αποδοτικότητα]] ενός τόπου σε [[φυσικό]] πλούτο<br /><b>2.</b> οι φυσικοί πόροι ενός τόπου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A natural resources, τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c.
German (Pape)
[Seite 673] τό, Reich, Provinz, LXX.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
plu. recursos naturales διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3Re.2.46c.
Greek Monolingual
το (AM δυνάστευμα) δυναστεύω
νεοελλ.
καταδυνάστευση, δεσποτεία
αρχ.
1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο
2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.