δυσμάσητος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(big3_12) |
(10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de masticar]] τὰ κρέα τὰ τοῖς σκληροῖς ... καὶ δυσμασήτοις ἐναντίως διακείμενα Gal.16.760. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de masticar]] τὰ κρέα τὰ τοῖς σκληροῖς ... καὶ δυσμασήτοις ἐναντίως διακείμενα Gal.16.760. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσμάσητος]], -ον)<br />αυτός που μασιέται δύσκολα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A hard to chew, Gal. 16.760.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμάσητος: -ον, δυσκόλως μασώμενος, κρέας Γαλην. 8, 782.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de masticar τὰ κρέα τὰ τοῖς σκληροῖς ... καὶ δυσμασήτοις ἐναντίως διακείμενα Gal.16.760.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσμάσητος, -ον)
αυτός που μασιέται δύσκολα.