δύσκτητος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de adquirir]]de la obra de Polibio, por su volumen, Plb.3.32.1, ἡμῖν δ' [ἄκ] τητον ἢ δ[ύσ] κτητον ε[ἶναι] τἀγαθόν Phld.<i>Elect</i>.4.6, cf. <i>Cont</i>.17.21 (dud.). | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de adquirir]]de la obra de Polibio, por su volumen, Plb.3.32.1, ἡμῖν δ' [ἄκ] τητον ἢ δ[ύσ] κτητον ε[ἶναι] τἀγαθόν Phld.<i>Elect</i>.4.6, cf. <i>Cont</i>.17.21 (dud.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δύσκτητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα αποκτάται. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to come by, πραγματεία Plb.3.32.1; τἀγαθόν Phld.Herc.1251.4 (dub.).
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu erwerben, Pol. 3, 32, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κτήσηται ἢ κερδήσῃ τις. Πολύβ. 3.32,1.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de adquirirde la obra de Polibio, por su volumen, Plb.3.32.1, ἡμῖν δ' [ἄκ] τητον ἢ δ[ύσ] κτητον ε[ἶναι] τἀγαθόν Phld.Elect.4.6, cf. Cont.17.21 (dud.).
Greek Monolingual
δύσκτητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποκτάται.