ἐγκεντρισμός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_13) |
(10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> bot. [[injerto]], [[injerto de púa]] περὶ ἐγκεντρισμοῦ ἐλαιῶν <i>Gp</i>.9.16 tít., τὸ ξυλῶδες σχίσαντες ἐμβάλλουσι τὰ ἐνθέματα. καλεῖται δὲ οὗτος ὁ τρόπος ἐ. <i>Gp</i>.10.75.5, cf. 4.12.2, Mich.<i>in PN</i> 105.8<br /><b class="num">•</b>fig. ref. la conversión de fe crist., Iren.Lugd.<i>Fr.Jena</i> 10.2, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.119, <i>PRyl</i>.471.3 (V d.C.), ref. al alma φυτὸν οὐράνιον, ἐγκεντρισμὸν ἀλλότριον οὐ δεξάμενον Synes.<i>Prouid</i>.1.10 (p.85).<br /><b class="num">2</b> [[acción de instigar]], [[incitación]], <i>Gloss</i>.2.283. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> bot. [[injerto]], [[injerto de púa]] περὶ ἐγκεντρισμοῦ ἐλαιῶν <i>Gp</i>.9.16 tít., τὸ ξυλῶδες σχίσαντες ἐμβάλλουσι τὰ ἐνθέματα. καλεῖται δὲ οὗτος ὁ τρόπος ἐ. <i>Gp</i>.10.75.5, cf. 4.12.2, Mich.<i>in PN</i> 105.8<br /><b class="num">•</b>fig. ref. la conversión de fe crist., Iren.Lugd.<i>Fr.Jena</i> 10.2, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.15.119, <i>PRyl</i>.471.3 (V d.C.), ref. al alma φυτὸν οὐράνιον, ἐγκεντρισμὸν ἀλλότριον οὐ δεξάμενον Synes.<i>Prouid</i>.1.10 (p.85).<br /><b class="num">2</b> [[acción de instigar]], [[incitación]], <i>Gloss</i>.2.283. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἐγκεντρισμός]])<br />η [[εγκέντριση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />η [[ένωση]] δύο [[φυτών]] ή τμημάτων τους, [[εμβολιασμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Gp.4.12.2, PSI6.624.20.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 bot. injerto, injerto de púa περὶ ἐγκεντρισμοῦ ἐλαιῶν Gp.9.16 tít., τὸ ξυλῶδες σχίσαντες ἐμβάλλουσι τὰ ἐνθέματα. καλεῖται δὲ οὗτος ὁ τρόπος ἐ. Gp.10.75.5, cf. 4.12.2, Mich.in PN 105.8
•fig. ref. la conversión de fe crist., Iren.Lugd.Fr.Jena 10.2, Clem.Al.Strom.6.15.119, PRyl.471.3 (V d.C.), ref. al alma φυτὸν οὐράνιον, ἐγκεντρισμὸν ἀλλότριον οὐ δεξάμενον Synes.Prouid.1.10 (p.85).
2 acción de instigar, incitación, Gloss.2.283.
Greek Monolingual
ο (AM ἐγκεντρισμός)
η εγκέντριση
μσν.- νεοελλ.
η ένωση δύο φυτών ή τμημάτων τους, εμβολιασμός.