ἐκδωριεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(big3_13)
(10)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[dorizarse]], [[convertirse en dorio]] οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες ... ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπὸ [[Ἀργείων]] ἀρχόμενοι Hdt.8.73.3.
|dgtxt=[[dorizarse]], [[convertirse en dorio]] οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες ... ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπὸ [[Ἀργείων]] ἀρχόμενοι Hdt.8.73.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκδωριεύομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[τέλειος]] [[Δωριεύς]].
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδωριεύομαι Medium diacritics: ἐκδωριεύομαι Low diacritics: εκδωριεύομαι Capitals: ΕΚΔΩΡΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ekdōrieúomai Transliteration B: ekdōrieuomai Transliteration C: ekdorieyomai Beta Code: e)kdwrieu/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A become a thorough Dorian, Hdt.8.73 (pf. ἐκδεδωρίευνται: ἐκδεδωρίωνται Valck., ἐκδεδωρίδαται Dind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδωριεύομαι: παθ. γίνομαι τέλειος Δωριεύς, Ἡρόδ. 8. 73, ἐν τῷ πρκμ, ἐκδεδωρίυνται: συμφωνότερος πρὸς τὴν ἀναλογίαν θὰ ἦτο ὁ τύπος ἐκδεδωρίωνται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωριόομαι), ἢ ἐκδεδωρίδαται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωρίζω).

Spanish (DGE)

dorizarse, convertirse en dorio οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες ... ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπὸ Ἀργείων ἀρχόμενοι Hdt.8.73.3.

Greek Monolingual

ἐκδωριεύομαι (Α)
γίνομαι τέλειος Δωριεύς.